Τα τελευταία χρόνια έχει γίνει μεγάλη προσπάθεια για να συσχετιστεί η διατροφή με τη διατήρηση της υγείας.
Ειδικότερα έρευνες έχουν αποδείξει πως ο τρόπος με τον οποίο διατρεφόμαστε παίζει σημαντικό ρόλο στην πρόληψη κατά της παχυσαρκίας.
Είναι τεκμηριωμένο πλέον ότι η παχυσαρκία αποτελεί ασθένεια. Ευθύνεται για μια σειρά σοβαρών επιπλοκών και γι’ αυτό το λόγο πρέπει να αντιμετωπίζεται έγκαιρα, πριν αυτές παρουσιαστούν.
Η παχυσαρκία παίρνει την μορφή πανδημίας, λόγω της δραματικής αύξησης του αριθμού των παχύσαρκων ατόμων παγκοσμίως. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO) περίπου 1 δισεκατομμύριο άνθρωποι είναι υπέρβαροι , ενώ τουλάχιστον 300 εκατομμύρια παχύσαρκοι. Εκτιμάται ότι το 2015 οι υπέρβαροι παγκοσμίως θα είναι 2,3 δις και πάνω από 700 εκ. άνθρωποι παχύσαρκοι.
Η παχυσαρκία αποτελεί για την Ελλάδα μείζον πρόβλημα δημόσιας υγείας. Το 35% του γενικού πληθυσμού στη χώρα μας είναι υπέρβαρο, ενώ το 22% παχύσαρκοι. Τα Ελληνόπουλα είναι τα πιο παχύσαρκα παιδιά σε όλη την Ευρώπη, άλλη μια στενάχωρη πρωτιά της χώρας μας.
Γίνεται λοιπόν εύκολα κατανοητό ότι το πρόβλημα της παχυσαρκίας ξεκινάει από την παιδική ηλικία. Τα παχύσαρκα παιδιά διατρέχουν μεγάλο κίνδυνο να εμφανίσουν προβλήματα υγείας τόσο κατά την παιδική ηλικία, όσο και αργότερα, εφόσον συνήθως εξελίσσονται σε παχύσαρκους ενήλικες.
Τα νοσήματα που προκαλούνται από την παχυσαρκία είναι χρόνια και σοβαρά. Η αύξηση της χοληστερίνης, των τριγλυκεριδίων και του ουρικού οξέως είναι τα πιο γνωστά στους περισσότερους και εκλαμβάνονται συνήθως ως μη επικίνδυνα. Μπορούν όμως να αποτελέσουν τον πρόδρομο κάποιων παθήσεων. Η αρτηριακή υπέρταση, η στεφανιαία νόσος, τα εγκεφαλικά επεισόδια, ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2, που πλέον εμφανίζονται και στα παχύσαρκα παιδιά, η χολολιθίαση, η αναπνευστική ανεπάρκεια, η άπνοια ύπνου, η άνοια και πολλοί τύποι καρκίνου (π.χ. στο παχύ έντερο) περιλαμβάνονται στα νοσήματα που προκαλούνται από την παχυσαρκία, που όχι μόνο διαταράσσουν την υγεία, αλλά και την ποιότητα ζωής των παχύσαρκων ατόμων και των οικογενειών τους.
Το αυξημένο βάρος συνήθως οφείλεται σε αυξημένη πρόσληψη θερμίδων, σε ακανόνιστα γεύματα κατά τη διάρκεια της ημέρας αλλά και γενικότερα σε διατροφή που δεν είναι εξισορροπημένη σε θρεπτικά συστατικά. Οι ψυχολογικές παθήσεις, η εμμηνόπαυση, το στρες, η διακοπή καπνίσματος και γενικότερα ο έντονος ρυθμός ζωής που χαρακτηρίζει την εποχή μας μπορούν να οδηγήσουν σε μεταβολές του τρόπου διατροφής και να συμβάλλουν σημαντικά στην ανάπτυξη της παχυσαρκίας. Τέλος οι εξαντλητικές και οι «χημικές» δίαιτες, ενδροκρινολογικά νοσήματα και η λήψη κάποιων φαρμάκων μπορούν επίσης να αποτελέσουν αίτια αύξησης βάρους.
Η σωστή διατροφή είναι δυνατόν να αποτελέσει μέσο για τη διατήρηση καλής υγείας και φυσιολογικού σωματικού βάρους -συνεπώς και για την πρόληψη των προαναφερθέντων παθήσεων- μέσω ενός εξισορροπημένου διαιτολογίου.
Πιο συγκεκριμένα, η Κλινική Διατροφή μπορεί να αποτελέσει συμβουλευτικό και θεραπευτικό μέσο. Σκοπός της είναι η εκτίμηση της θρεπτικής κατάστασης του ασθενή (π.χ. με λιπομέτρηση ή άλλες πιο ειδικές μετρήσεις), η σύνταξη εξατομικευμένου πλάνου διατροφής και η εκπαίδευσή του με σκοπό να βελτιωθεί η υγεία του, να μειωθούν οι επιπλοκές της νόσου και σε κάποιες περιπτώσεις να θεραπευτεί η νόσος.
Επομένως , η κλινική Διατροφή μπορεί να παίξει εξισορροπητικό ρόλο στο πρόβλημα της παχυσαρκίας, που είναι απόρροια του δυτικού τρόπου ζωής.